Το ΥΠΑΙΘΑ, παρά τις αντιδράσεις σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας, προχωρά και φέτος σε εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για μαθητές/τριες της Στ’ Δημοτικού και Γ΄ Γυμνασίου, η επονομαζόμενη και ελληνική PISA. Οι εξετάσεις αφορούν στα γνωστικά αντικείμενα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών και θα υλοποιηθούν σε αντιπροσωπευτικό δείγμα τουλάχιστον 6.000 μαθητών σε ανώνυμη βάση, από τουλάχιστον 600 συμμετέχουσες σχολικές μονάδες.
Το ΥΠΑΙΘ, συνεπές στη στείρα επικοινωνιακή πολιτική του, διακηρύσσει ότι το εξεταστικό πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί με βάση το διεθνές πρόγραμμα P.I.S.A. του ΟΟΣΑ. Δείχνει να αγνοεί ότι το πρόγραμμα αυτό έχει δεχτεί σοβαρή κριτική παγκοσμίως, με βασικά επιχειρήματα, μεταξύ άλλων, ότι η χρησιμοποίησή του ως ερευνητικού εργαλείου οδηγεί σε έναν ακραίο και αφόρητο ανταγωνισμό ανάμεσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, αντιστρατεύεται βασικές παιδαγωγικές αρχές ενός ανθρωπιστικού σχολείου, οδηγεί σε κατηγοριοποίηση και κατάταξη των σχολείων, των μαθητών/μαθητριών αλλά και των εκπαιδευτικών, ενώ προσανατολίζει τη διδασκαλία σε προσχεδιασμένα μαθήματα και ενισχύει την στείρα αποστήθιση σε βάρος της κριτικής και δημιουργικής μάθησης.
Τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού είναι αποκαλυπτικά και μεταξύ άλλων αποδεικνύουν την άμεση σύνδεση των μαθησιακών αποτελεσμάτων με την κοινωνικο-οικονομική προέλευση των μαθητών/τριών. Η απάντηση του ΟΟΣΑ, της ΕΕ αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις ανισότητες και στην αποτύπωσή τους στα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, είναι ο διαχωρισμός των μαθητών/τριών και η διοχέτευση αυτών που προέρχονται από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε σχολεία υποβαθμισμένα, σχεδιασμός που προωθείται και με την προγραμματική δήλωση της ΝΔ για «ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς». Έχει αποδειχθεί σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε, ότι αυτή η τακτική λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία για αυτούς/ες τους μαθητές και τις μαθήτριες: όχι μόνο δε βοηθά στη γνωστική ανάπτυξη τους και δεν αμβλύνει τις ταξικές ανισότητες, όπως οι ίδιοι ευαγγελίζονται, αλλά τις παγιώνει και τις αναπαράγει.
Το ΥΠΑΙΘΑ συνεχίζει να επιδεικνύει την επικίνδυνη άγνοια της για επιστημονικά και παιδαγωγικά ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση. Ακόμα και το επιχείρημα ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων τύπου PISA θα βοηθήσουν στη βελτίωση των αναλυτικών προγραμμάτων το έχει ακυρώσει η ίδια η κυβέρνηση, αφού τα αναλυτικά προγράμματα γράφτηκαν πριν τις εξετάσεις, σήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από τις επιστημονικές ενώσεις και τα σωματεία των εκπαιδευτικών και μετά τα αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων δεν υπήρξε πρακτικά καμία αλλαγή.
Έχουμε δηλαδή την παγκόσμια επιστημονική πρωτοτυπία η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων μιας «έρευνας» για ένα επιστημονικό έργο να γίνεται πριν αυτή υλοποιηθεί!!!
Η κυβέρνηση δεν προχώρησε ούτε σε ένα μέτρο που μπορεί πραγματικά να αναβαθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Αιτήματα που χρόνια τώρα ο κλάδος αναδεικνύει, όπως η κατάσταση της σχολικής στέγης και των υποδομών, ο αριθμός των μαθητών/τριών ανά τάξη, η κάλυψη των αναγκών με μόνιμο προσωπικό ώστε να σταματήσει η αθλιότητα της αναπλήρωσης, η κάλυψη όλων των μαθητών/τριών που έχουν ανάγκη από παράλληλη στήριξη, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί σε όλα τα σχολεία, ειδικά μετά την όξυνση των προβλημάτων που κληρονομήσαμε από την πανδημία και την τραγική διαχείριση των κλειστών σχολείων, αλλά και ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, τα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία. Αντιθέτως νομοθέτησε «ρυθμίσεις» όπως οι εξετάσεις τύπου PISA, η Τράπεζα Θεμάτων και η ΕΒΕ, που αυξάνουν τις ανισότητες, αλλάζουν τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου και το μετατρέπουν σε ένα εξεταστικό κέντρο με τον παιδαγωγικό του ρόλο εξοβελισμένο, με στόχο τον αποκλεισμό των μαθητών/μαθητριών από τη δημόσια εκπαίδευση.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δε στοχεύει ούτε στην άμβλυνση των ανισοτήτων, ούτε στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Άλλη είναι η πραγματική στόχευση. Όπως μας πληροφορεί το ΙΕΠ, «Η PISA είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ …» και συνεχίζει «η έλλειψη ίσων ευκαιριών ειδικά για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν οφείλεται στις κοινωνικές ανισότητες αλλά στο ότι οι χαμηλού επιπέδου μαθητές δεν έχουν πρόσβαση σε σχολεία με εκπαιδευτικούς υψηλών προσόντων». Για μία ακόμα φορά η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, αγνοώντας όλα τα διεθνή επιστημονικά πορίσματα καταλήγει στο «συμπέρασμα» ότι για όλα τα δεινά της εκπαίδευσης την ευθύνη φέρουν οι εκπαιδευτικοί και όχι η άκρως αντιεκπαιδευτική και ταξική πολιτική της κυβέρνησης. Το ΥΠΑΙΘΑ χαρακτηρίζει αυτές τις εξετάσεις ως έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες της αξιολόγησης, της κατηγοριοποίησης δηλαδή των σχολείων, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην υποβάθμιση, αλλά και την ιδιωτικοποίηση/ εμπορευματοποίηση των μορφωτικών δικαιωμάτων της πλειοψηφίας των μαθητών/τριών, όπως έχει ήδη αποδειχτεί στις χώρες που εφαρμόστηκε.
Οι εκπαιδευτικοί της τάξης, όλοι/ες εμείς που κρατήσαμε όρθια τα σχολεία τα τελευταία χρόνια κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, γνωρίζουμε ότι η διδασκαλία δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο που κρίνεται μέσα σε ένα δίωρο εξετάσεων, με ενιαίους ισοπεδωτικούς όρους, ανεξάρτητα από την κοινωνική προέλευση, τις συνθήκες διαβίωσης, την οικογενειακή κατάσταση των μαθητών/τριών. Αξιολογούμε τους/τις μαθητές/τριές μας όχι ισοπεδωτικά, αλλά ξεχωριστά, με κάθε τρόπο: με τη συζήτηση, με δραστηριότητες ομαδικές ή ατομικές, ακόμα και με ένα γραπτό διαγώνισμα. Αν το ΥΠΑΙΘ ήθελε πράγματι να εξάγει αντικειμενικά αποτελέσματα για την εκπαιδευτική πραγματικότητα, θα αξιοποιούσε αυτά τα δεδομένα. Όμως οι στόχοι του είναι άλλοι. Οι εκπαιδευτικοί αποτιμούμε τα αποτελέσματα, βασανίζουμε τον εαυτό μας, συζητάμε με τους συναδέλφους μας για το πώς θα γίνουμε καλύτεροι στη δουλειά μας, αλλά και το πώς θα βοηθήσουμε κάθε μαθητή/τρια χωριστά με βάση και την κοινωνική του/της ένταξη. Δε δεχόμαστε οι εξετάσεις να χρησιμοποιούνται για να διαχωρίζονται οι μαθητές/τριες σε παιδιά και αποπαίδια, δε θέλουμε ένα σχολείο υποβαθμισμένο για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών, ένα σχολείο που θα σηκώνει τεράστια εμπόδια απέναντι σε αυτά τα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν. Θέλουμε ένα δημόσιο ποιοτικό και συμπεριληπτικό σχολείο που να μορφώνει ολόπλευρα όλα τα παιδιά.
Απαιτούμε από το ΥΠΑΙΘ να σταματήσει κάθε διαδικασία που σχετίζεται με τη λεγόμενη «ελληνική PISA». Καλούμε τις ΕΛΜΕ να καταδικάσουν αυτούς τους σχεδιασμούς, να ενημερώσουν εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές/τριες για τις πραγματικές τους στοχεύσεις.
Κηρύσσουμε πανελλαδική 3ωρη στάση εργασίας, που να καλύπτει τις ώρες διεξαγωγής των εξετάσεων στις 22 Μαΐου και καλούμε τα μέλη μας να μην συμμετάσχουν στις διαδικασίες διεξαγωγής του ελληνικού προγράμματος PISA.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου